- σαλιάρα
- Η πιο συνηθισμένη από τις κοινές ονομασίες τελεόστεων ψαριών του γένους βλέννιος της οικογένειας των Βλενιιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη μικρών ψαριών που ζουν στις ακτές, από τις αρκτικές και ανταρκτικές περιοχές ως τις τροπικές. Το σώμα τους είναι μακρουλό, με δέρμα γυμνό ή με μικρά λέπια, είναι πάντοτε πολύ γλοιώδες γιατί καλύπτεται με ένα είδος βλέννας (από όπου και η ονομασία τους) που τους δίνει μια άσχημη μυρωδιά, γι’ αυτό και δεν τρώγονται. Το ραχιαίο και το εδρικό πτερύγιο είναι πολύ μεγάλα σε μήκος, ενώ το στόμα τους είναι μικρό. Ζουν συνήθως στη θάλασσα, μερικά είδη όμως υπάρχουν και στα γλυκά νερά της Ευρώπης. Οι σ., άφοβα και περίεργα ψάρια, ζουν σχεδόν πάντοτε στα ρηχά νερά. Έχουν την εξαιρετική ικανότητα να στηρίζονται πάνω στα πτερύγια τους σαν σε πόδια και να σέρνονται στο βυθό ή να σηκώνονται για να εξερευνήσουν το μέρος γύρω τους. Ακόμη ανεβαίνουν και πάνω στους βράχους και κάθονται στον ήλιο, φτάνει να τους υγραίνουν πού και πού τα κύματα. Από τα γνωστότερα είδη είναι ο βλέννιος ο κοινός, που ζει στη Μεσόγειο και τις δυτ. ακτές της Ευρώπης. Έχει μήκος 10-15 εκ. και χρώμα πράσινο με ακανόνιστες μαύρες κηλίδες. Επίσης γνωστά είναι τα είδη β. ο στικτός, ο β. ο γαλερίτης κ.ά., στα οποία δίνεται η ονομασία σ. Από τα είδη των γλυκών νερών γνωστότερα είναι ο β. ο ποτάμιος, απαίσιο μικρό ψάρι με κέρατα και γλοιώδες δέρμα, που ζει στις ευρωπαϊκές ακτές της Δ. Μεσογείου και ο β. ο αδελφός, μήκους ως 10 εκ., που τον συναντά κανείς στις ίδιες περιοχές, υπάρχει δε και στην Ελλάδα, στον Αχελώο.
Σαλιάρα η βλέννιος ο κερασφόρος.
Σαλιάρα η βλέννιος ο γαλερίτης.
Η κοινή σαλιάρα της οικογένεια των Βλενιιδών.
* * *η, Ν1. τεμάχιο από ύφασμα ή από πλαστικό που δένεται γύρω από τον λαιμό και σκεπάζει το στήθος τών μικρών παιδιών για να μην λερώνονται από τα σάλια που τούς διαφεύγουν από το στόμα2. γενική κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων τής πολυπληθούς υπόταξης βλεννιοειδείς και, ιδίως, τής οικογένειας βλεννιίδες, τών οποίων κύρια χαρακτηριστικά είναι η πλήρης σχεδόν απουσία λεπιών και η στιλπνή βλεννώδης έκκριση που καλύπτει το σώμα τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. σαλιάρης].
Dictionary of Greek. 2013.